κόντρα, επίρρ. [<ιταλ. contra], κόντρα. 1. αντίθετα, ενάντια: «το καράβι πήγαινε κόντρα στα κύματα || ο άνεμος ήταν κόντρα». 2. αντίδραση ως απάντηση σε μια συμπεριφορά που μας ενοχλεί, το αντίμετρο: «παραμύθι αυτός, κόντρα παραμύθι εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: πες εσύ και πες εγώ, μια εσύ και μια εγώ, κόντρα εσύ και κόντρα εγώ και δώσ’ του χαβαδάκι). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω κόντρα, βλ. φρ. κρατώ κόντρα·
- είναι κόντρα ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- κάνω κόντρα ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- κόντρα γέφυρα, βλ. λ. γέφυρα·
- κρατώ κόντρα , α. βάζω αντίσταση σε μια δύναμη που ενεργεί: «όσο θα σφίγγω εγώ, εσύ θα κρατάς κόντρα». β. υπομένω σθεναρά τις αντιξοότητες της ζωής: «κράτα κόντρα, γιατί μπόρα είναι και θα περάσει»·
- μου πάει κόντρα, μου εναντιώνεται: «ό,τι και να πω, μου πάει κόντρα αυτός ο άνθρωπος»·
- μου πάνε όλα κόντρα ή όλα μου πάνε κόντρα ή όλα κόντρα μου πάνε, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αντίθετα προς τις επιθυμίες μου: «πάω να σκάσω απ’ τη στενοχώρια μου, γιατί τον τελευταίο καιρό όλα μου πάνε κόντρα»·
- μου ’ρχονται όλα κόντρα ή όλα μου ’ρχονται κόντρα ή όλα κόντρα μου ’ρχονται, βλ. φρ. μου πάνε όλα κόντρα·
- πάω κόντρα, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, πάω κόντρα σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί νομίζει πως τα ξέρει όλα και μου τη δίνει». (Λαϊκό τραγούδι: Είσαι το κλάμα της Καισαριανής. Είμαι μιας μάνας δάκρυ απ’ το Χαϊδάρη. Χρόνια που δε μας χάιδεψε κανείς. Χρόνια που πάμε κόντρα στον Βαρδάρη
- πάω κόντρα με τον καιρό ή πάω κόντρα στον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- πάω κόντρα ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- τα παίρνω κόντρα (ενν. τα γένια μου), ξυρίζομαι από κάτω προς τα πάνω: «όταν ξυρίζομαι, δεν τα παίρνω ποτέ κόντρα, γιατί ερεθίζεται το δέρμα μου»· βλ. και φρ. παίρνω την κόντρα μου.